- ἀνετέθη
- ἀνατίθημιlay uponaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μέτελοι — (Metelli). Ο κυριότερος κλάδος του γένους των Καικιλίων (Caecilii), ισχυρότατος στη Ρώμη ήδη από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Κατά τα τέλη του 2ου αι., μέσα σε διάστημα λίγων ετών, είχε αναδείξει έξι υπάτους, άλλους τόσους θριαμβευτές καθώς και… … Dictionary of Greek
Μέτλαντ, Τόμας, κόμης του Λόντερντεϊλ — (Sir Thomas Maitland, count Lauderdale 1759 – 1824). Βρετανός στρατηγός και πρώτος ύπατος αρμοστής των Ιονίων Νήσων (1815 24). Υπηρέτησε ως αξιωματικός στα στρατεύματα των Ινδιών, ενώ, όταν επέστρεψε στην Ευρώπη, συμμετείχε στους πολέμους… … Dictionary of Greek
πουμπλικάνους — (publicanus). Στην αρχαία Ρώμη, ονομαζόταν έτσι το άτομο που έπαιρνε σε δημοπρασία κρατική περιουσία (εδάφη, ορυχεία κλπ.), προς εκμετάλλευση. Κατά κανόνα προερχόταν από την τάξη των ιππέων. Οι π. ανελάμβαναν επίσης την κατασκευή δημόσιων έργων ή … Dictionary of Greek
Πρώιος, Δωρόθεος — (Χίος 1765; – Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1821). Λόγιος μητροπολίτης Aδριανουπόλεως και σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Κωνσταντινούπολης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στην Πατμιάδα, παρακολούθησε πανεπιστημιακά, μαθήματα φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek